βογγητό

βογγητό
και βογγητιό, το
1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα
2. υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό < ουσ. βογγητό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …   Dictionary of Greek

  • βόγγημα — το [βογγώ] το βογγητό …   Dictionary of Greek

  • βόγγος — ο [βογγώ] 1. το βογγητό 2. βοή, υπόκωφος ήχος …   Dictionary of Greek

  • γογγυσμός — ο (AM γογγυσμός) [γογγύζω] 1. βογγητό 2. παράπονο, γκρίνια …   Dictionary of Greek

  • γογγυτό — το το βογγητό …   Dictionary of Greek

  • επίμυξις — ἐπίμυξις, ἡ (Α) στεναγμός, βογγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μουγκάλισμα — το [μουγκαλίζω] μούγκρισμα, βογγητό …   Dictionary of Greek

  • μουγκαλισματιά — η 1. (για ζώα) μουγκρητό, μυκηθμός 2. (για ανθρώπους) δυνατό βογγητό πόνου, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκάλισμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μούγκισμα — μούγκισμα, τὸ (Μ) [μουγκίζω] 1. (για ζώα) μυκηθμός 2. μτφ. (για πρόσωπα) οιμωγή, βογγητό …   Dictionary of Greek

  • μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”